ὑπενδύω,

ὑπενδύω,
ὑπ-εν-δύω, u. ὑπ εν-δύτης, , unten anziehen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υπενδύω — ὑπενδύω ΝΜΑ [ἐνδύω] ντύνω εσωτερικά νεοελλ. επενδύω εσωτερικά, φοδράρω μσν. αρχ. ντύνω από μέσα, φορώ εσωτερικά, ντύνω από κάτω (α. «ὑπενέδυσ ἐρραμέν αὑτήν», Άλεξ. β. «ὑπενδεδυμένοι χιτῶνας», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • υπένδυση — η / ὑπένδυσις, ύσεως, ΝΜ [ὑπενδύω] νεοελλ. εσωτερική επένδυση μσν. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπενδύω …   Dictionary of Greek

  • υπένδυμα — ύματος, τὸ, Α [ὑπενδύω] εσωτερικό ένδυμα …   Dictionary of Greek

  • υπενδύτης — ο / ὑπενδύτης, ΝΑ [ὑπενδύω] εσωτερικό ένδυμα, εσώρρουχο νεοελλ. 1. γιλέκο 2. βοτ. η επιδερμίδα που καλύπτει τα σποριάγγεια τών πτερίδων και τὰ προφυλάσσει από τις καιρικές επιδράσεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”